επιδημητικός

επιδημητικός
-ή, -ό (AM ἐπιδημητικός, -ή, -όν) [επιδημώ]
(για ζώα και κυρίως πτηνά) αυτός που διαμένει συνεχώς σε μια χώρα (στα ορεινά το καλοκαίρι, στα πεδινά τον χειμώνα) σε αντίθεση με τον αποδημητικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιδημητικός — ή, ό (για πουλιά), που διαρκώς διαμένει στον ίδιο τόπο, που δεν αποδημεί σε βορειότερες ή νοτιότερες χώρες (αντίθ. αποδημητικός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιδημητικά — ἐπιδημητικός staying at home neut nom/voc/acc pl ἐπιδημητικά̱ , ἐπιδημητικός staying at home fem nom/voc/acc dual ἐπιδημητικά̱ , ἐπιδημητικός staying at home fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδημητικαί — ἐπιδημητικός staying at home fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδημητικοῖς — ἐπιδημητικός staying at home masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασιανός — Ορνιθόμορφο πτηνό της οικογένειας των φασιανιδών. Κατάγεται από την Ασία, είναι συνήθως μεγάλο και έχει εντυπωσιακό φτέρωμα, ιδίως το αρσενικό. Ο κοινός ή κολχικός φ. (phasianus colchicus), που εισήχθη στην Ευρώπη από τα αρχαία χρόνια, φαίνεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”